ροσμπίφ

ροσμπίφ
το
(λ. αγγλ.), άκλ., φαγητό από βοδινό κρέας με διάφορα καρυκεύματα.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ροσμπίφ — το, Ν έδεσμα τής κατσαρόλας από κοκκινιστό βοδινό κρέας με καρυκεύματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. roast beef «ψημένο βοδινό»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”